ζώφυτον

ζώφυτον
ζώφυτος
giving life to plants
masc/fem acc sg
ζώφυτος
giving life to plants
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ζωόφυτο — και ζώφυτο, το (AM ζῳόφυτον και ζῴφυτον) ζώο μαζί και φυτό νεοελλ. (βιολ. ζωολ.) όρος που περιγράφει οποιοδήποτε από τα πολυάριθμα ασπόνδυλα ζώα που μοιάζουν λίγο πολύ με φυτά ως προς την εμφάνιση ή τον τρόπο αυξήσεώς τους αρχ. το φυτό αείζωον το …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”